- εκλιπαίνω
- ἐκλιπαίνω (Α)1. παχαίνω, γονιμοποιώ2. φρ. «ἐκλιπαίνω πέλαγος» — κάνω τη θάλασσα λάδι, ηρεμώ τη θάλασσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλιπανεῖ — ἐκλιπαίνω make smooth as oil fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκλιπαίνω make smooth as oil fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλιπαίνει — ἐκλιπαίνω make smooth as oil pres ind mp 2nd sg ἐκλιπαίνω make smooth as oil pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελίπαινον — ἐκλιπαίνω make smooth as oil imperf ind act 3rd pl ἐκλιπαίνω make smooth as oil imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλιπαίνουσαν — ἐκλιπαίνω make smooth as oil pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek